πρεσβευτής

πρεσβευτής
πρεσβευτής, ο και πρέσβης, ο
ο αναγνωρισμένος αντιπρόσωπος ενός κράτους σε ξένη χώρα: Έφτασε στην Αθήνα και έδωσε τα διαπιστευτήριά του ο νέος πρεσβευτής της Γαλλίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρεσβευτής — ambassador masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβευταῖς — πρεσβευτής ambassador masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευταί — πρεσβευτής ambassador masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτοῦ — πρεσβευτής ambassador masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτῇ — πρεσβευτής ambassador masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτέα — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτήν — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτῶν — πρεσβευτής ambassador masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλοπέους — Επώνυμο δύο Ρώσων διπλωματών. 1. Δαβίδ (1761 – 1831). Ξεκίνησε ως πρεσβευτής στη Σουηδία όπου και συνελήφθη από τον Γουσταύο Δ’ λόγω της ρωσικής εισβολής στη Φιλανδία, την οποία χρησιμοποίησε εκβιαστικά ο Αλέξανδρος Α’ για να τον αναγκάσει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”